- λαγο-δαίτης
λαγο-δαίτης, Hafen fressend, vom Adler, Aesch. Ag. 122.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαγο-δαίτης, Hafen fressend, vom Adler, Aesch. Ag. 122.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξενοδαίτης — ξενοδαίτης, δωρ. τ. ξενοδαίτας, ὁ (Α) (για τους Κύκλωπες) αυτός που κατατρώγει τους φιλοξενουμένους ή τους ξένους («ἐκκαίετε τὴν ὀφρὺν θηρὸς τοῡ ξενοδαίτα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δαίτης (< δαίομαι «τρώγω»), πρβλ. κρεο δαίτης, λαγο… … Dictionary of Greek