- λαγνικός
λαγνικός, dasselbe, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαγνικός, dasselbe, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαγνικός — λαγνικός, ή, όν (Α) [λάγνος] 1. λάγνος, φιλήδονος, ακόλαστος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λαγνικόν η λαγνεία, η ακολασία … Dictionary of Greek