- λαιδρός
λαιδρός, dreist, keck, unverschämt, Nic. Th. 689 Al. 576.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαιδρός, dreist, keck, unverschämt, Nic. Th. 689 Al. 576.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαιδρός — λαιδρός, ά, όν (Α) θρασύς, αναιδής, αναίσχυντος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Εκφραστική λ., όπως δηλώνει το αι τού θ. (πρβλ. λαιός, σκαιός) και το επίθημα ρός (πρβλ. αισχρός, φαιδρός). Η λ. συνδέεται πιθ. με μεσσαπικά ιλλυρικά ανθρωπωνύμια Ledrus,… … Dictionary of Greek
λαιδρός — bold masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιδρότερον — λαιδρός bold adverbial comp λαιδρός bold masc acc comp sg λαιδρός bold neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιδρούς — λαιδρός bold masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιδρέ — λαιδρός bold masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιδρή — λαιδρός bold fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιδρήν — λαιδρός bold fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… … Dictionary of Greek
λω — λῶ και, σπαν., λείω, άχρ. ασυναίρ. τ. λάω (Α) θέλω, επιθυμώ («άποθανεῑν οὐ λῶ», Επίχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θα μπορούσε να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα *lēi «επιθυμώ, θέλω» (με ανώμαλο σχηματισμό στο θέμα) και να συνδεθεί με τους τ. λαιδρός*,… … Dictionary of Greek
lē(i)-1 : lǝi- — lē[i] 1 : lǝi English meaning: to wish Deutsche Übersetzung: “wollen” Material: Gk. (Dor.) λῆν “wollen”, el. λεοίτᾱν “ἐθελοίτην”, gort. λείοι, λείοντι etc., Ion. λῆμα n. “volition”, *λώς “wish, Wahl” (to λῆν, as ζώς to ζῆν),… … Proto-Indo-European etymological dictionary