λακκίζω

λακκίζω

λακκίζω, graben, Suid.; – mästen, Eust.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λακκίζω — (AM) [λάκκος] (κατά το λεξ. Σούδα) ανοίγω λάκκο, σκάβω …   Dictionary of Greek

  • αλάκκιαστος — η, ο (για το έδαφος, τους δρόμους κ.λπ.) 1. αυτός που δεν έχει λάκκους, αλακκούβωτος, αλάκκωτος 2. αυτός στον οποίο δεν έσκαψαν λάκκους (για να φυτέψουν κάτι) 3. που δεν προσφέρεται για λάκκιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *λακκιάζω, πρβλ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”