- παρ-αιώρησις
παρ-αιώρησις, ἡ, das daneben oder an der Seite Aufhängen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-αιώρησις, ἡ, das daneben oder an der Seite Aufhängen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιώρηση — η (Α αἰώρησις) το να αιωρείται να ταλαντεύεται κάποιος ή κάτι, παλίνδρομη κίνηση στον αέρα νεοελλ. 1. (ως γυμναστική άσκηση) η ταλάντευση τού σώματος ως εκκρεμούς από μονόζυγο 2. (στη γλώσσα τών ναυτικών) η ανάρτηση τών κρεμαστών κλινών για την… … Dictionary of Greek