λαγιδεύς

λαγιδεύς

λαγιδεύς, , 1) das Junge des Hafen, Ael. H. A. 7, 47. – 2) das Kaninchen, Strab. III, 144 u. öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαγιδεύς — ο (Α λαγιδεύς, έως) [λαγώς] το νεογνό τού λαγού, λαγουδάκι αρχ. το κουνέλι …   Dictionary of Greek

  • λαγιδεῖς — λαγιδεύς leveret masc acc pl λαγιδεύς leveret masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγιδέων — λαγιδεύς leveret masc gen pl λαγιδέω̆ν , λαγιδεύς leveret masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”