λαγγεύω

λαγγεύω

λαγγεύω durch φεύγω erklärt wird.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαγγεύω — 1. λιγώνω, ξελιγώνω, κάνω κάποιον να αποχαυνωθεί ερωτικά 2. κάνω νάζια, σκέρτσα 3. πηδώ, σκιρτώ, σπαρταρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λαγγάζω κατά τα ρ. σε εύω] …   Dictionary of Greek

  • λαγγεύω — λάγγεψα, λαγγεύτηκα, λαγγεμένος 1. πηδώ, σκιρτώ: Τον είδε να πλησιάζει και λάγγεψε η καρδιά της. 2. λιγώνομαι από έρωτα: Η λαγγεμένη Ανατολή (Παλαμάς) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ляга — I ляга I., уменьш. ляжка; отсюда лягать(ся), последнее в диал. также в знач. качаться ; лягушка, возм., связано с др. чеш. lihati двигать, шевелить , польск. диал. ligac лягаться, бить ногой , ligawka, ligawica скользкий грунт, болото, топь ; см …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • λάγγεμα — και λάγκεμα, το (Μ λάγγεμα) [λαγγεύω] 1. αποχαύνωση, λιγωμα ιδίως από ερωτικό πόθο 2. νάζι, σκέρτσο 3. (ιδιωμ. στη Μάνη κ.α.) ο πόνος και η άναρθρη φωνή που εκβάλλει αυτός που πονάει μσν. άλμα, πήδημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”