λαιμό-ρυτος

λαιμό-ρυτος

λαιμό-ρυτος, σφαγή, aus der Kehle strömend, Eur. Hel. 360.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ωτόρρυτος — ον, Α αυτός από τού οποίου τα αφτιά ρέει κάτι το υδαρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + ρρυτός (< ῥυτός < ῥέω), πρβλ. λαιμό ρρυτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”