- λαγαρίζω
λαγαρίζω, dünn, weich, schlaff machen, u. med. weich, schlaff werden, Phot. lex.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαγαρίζω, dünn, weich, schlaff machen, u. med. weich, schlaff werden, Phot. lex.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαγαρίζω — (Μ λαγαρίζω) [λαγαρός] καθιστώ κάτι διαυγές και καθαρό, καθαρίζω κάτι από ξένες ουσίες, ραφινάρω, λαμπικάρω νεοελλ. 1. (για υγρό) γίνομαι διαυγής 2. (σχετικά με λογαριασμούς) κάνω εκκαθάριση, εκκαθαρίζω, ξεκαθαρίζω … Dictionary of Greek
λαγαρίζω — λαγάρισα, λαγαρισμένος 1. καθαρίζω υγρό, φιλτράρω: Λαγάρισε το νερό για να μπορέσει να το πιει. 2. ξεκαθαρίζω: Λαγάρισε τους λογαριασμούς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαγάρισμα — το (Μ λαγάρισμα) [λαγαρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λαγαρίζω, καθάρισμα, λαμπικάρισμα, ραφινάρισμα, απαλλαγή από κάθε ξένη ουσία … Dictionary of Greek
ξελαγαρίζω — 1. λαγαρίζω, ξεκαθαρίζω κάτι 2. αποκτώ διαύγεια, καθίσταμαι καθαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + λαγαρίζω «καθαρίζω, γίνομαι διαυγής»] … Dictionary of Greek
αλαγάριστος — η, ο [λαγαρίζω] (για υγρά και μέταλλα) αυτός που δεν διυλίστηκε ή δεν αποστάχθηκε, ακατακάθιστος, ακαθάριστος, θολός, θαμπός (π. χ. «αλαγάριστο κρασί» και μτφ. «αλαγάριστες ιδέες», συγκεχυμένες, μπερδεμένες) … Dictionary of Greek
αφέψω — ἀφέψω (Α) [έψω] 1. καθαρίζω κάτι με βράσιμο, διυλίζω, λαγαρίζω 2. (κυρίως για τον χρυσό αλλά και μτφ.) ραφινάρω, βράζω κάτι ώσπου να απαλλαγεί από τη σκουριά, τις ακαθαρσίες ή και τις ξένες προσμίξεις 3. καταναλώνω ή ελαττώνω κάτι αφήνοντας να… … Dictionary of Greek
κατασταλάζω — (Μ κατασταλάζω) νεοελλ. 1. κατακάθομαι, κατεβαίνω στον πυθμένα 2. γίνομαι διαυγής, λαγαρίζω, ξαστερώνω 3. καταλήγω («χωρίς να κατασταλάξει το ξεφάντωμα στην κουβέντα και στο τραγούδι», Παλαμ.) μσν. πέφτω κατά σταγόνες … Dictionary of Greek
λαγαριστής — ο [λαγαρίζω] αυτός που καθαρίζει κάτι από ξένες ουσίες … Dictionary of Greek
λαγαριστός — ή, ό (Μ λαγαριστός, ή, όν) [λαγαρίζω] καθαρισμένος, λαμπικαρισμένος, απαλλαγμένος από ξένες ουσίες … Dictionary of Greek
μυριολαγάριστον — μυριολαγάριστον, τὸ (Μ) πολύ μεγάλη καθαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. τού αμάρτυρου επιθ. *μυριολαγάριστος (< μυρι(ο) * + λαγαριστός < λαγαρίζω)] … Dictionary of Greek
μυριολαγαρισμένος — μυριολαγαρισμένος, η, ον (Μ) πάρα πολύ καθαρισμένος, λαμπικαρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + λαγαρισμένος, μτχ. παρακμ. τού λαγαρίζω «καθαρίζω»] … Dictionary of Greek