- λαγαρύζομαι
λαγαρύζομαι, s. λαγαρίζομαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαγαρύζομαι, s. λαγαρίζομαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαγαρύζομαι — (Α) βλ. λαγαρίζομαι … Dictionary of Greek
λαγαρίζομαι — και λαγαρύ ζομαι και λαγυρίζομαι (Α) 1. πιθ. περνώ φτωχικά και στερημένα, μόλις τά καταφέρνω («ἐκ κηθαρίου λαγαριζόμενον», Αριστοφ.) 2. πιθ. σκουντώ, σπρώχνω με τον αγκώνα 3. αποξέω, ξύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγαρός. Οι τ. λαγαρύζομαι και λαγυρίζομαι… … Dictionary of Greek