- λαιός
λαιός, laevus, links, λαιᾶς δὲ χειρός, linker Hand, Aesch. Prom. 716; λαιᾷ χερί, Eur. Herc. Fur. 159; κέρας, Suppl. 705; sp. D. In Prosa erst bei Sp., wie Hdn. 4, 2, 5. Vgl. ἀριστερός u. εὐώνυμος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαιός, laevus, links, λαιᾶς δὲ χειρός, linker Hand, Aesch. Prom. 716; λαιᾷ χερί, Eur. Herc. Fur. 159; κέρας, Suppl. 705; sp. D. In Prosa erst bei Sp., wie Hdn. 4, 2, 5. Vgl. ἀριστερός u. εὐώνυμος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Λάιος — Λάϊος , Λαΐος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιός — blue thrush masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιός — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της αρχαίας Θήβας, εγγονός του Κάδμου, γιος του Λάβδακου και πατέρας του Οιδίποδα. Βλ. λ. Λαβδακίδες. * * * (I) λαιός, ὁ (Α) το πουλί πετροκότσυφας («τούτων ὅμοιος τῷ μέλανι κοττύφῳ ἐστὶ λαιός», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η… … Dictionary of Greek
Λαίος — Λαίς fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιά — λαιός blue thrush neut nom/voc/acc pl λαιά̱ , λαιός blue thrush fem nom/voc/acc dual λαιά̱ , λαιός blue thrush fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιόν — λαιός blue thrush masc acc sg λαιός blue thrush neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Лай — (Λάϊος) сын Лабдака, отец Эдипа; см. Эдип … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
λαιοῖο — λαιός blue thrush masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιοῖς — λαιός blue thrush masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιοῖσι — λαιός blue thrush masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιοῖσιν — λαιός blue thrush masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)