- λαγωδίας
λαγωδίας, ὁ, ein Vogel, wegen seiner rauhen Füße nach dem Hafen benannt, sonst ὦτος, Ath. IX, 390 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαγωδίας, ὁ, ein Vogel, wegen seiner rauhen Füße nach dem Hafen benannt, sonst ὦτος, Ath. IX, 390 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαγωδίας — λαγωδίας, ὁ (Α) είδος πτηνού με δασύτριχα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώδιον + κατάλ. ίας*, που απαντά συχνά σε ονομασίες ζώων] … Dictionary of Greek
λαγωδίαν — λαγωδίᾱν , λαγωδίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) λαγωδίας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… … Dictionary of Greek