παρ-αείδω

παρ-αείδω

παρ-αείδω, dabei singen, Einem vorsingen, τινί, Od. 22, 348.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αυδή — αὐδή, η (Α) 1. ομιλία, ανθρώπινη φωνή 2. (για το τόξο, τη σάλπιγγα, τον τζίτζικα) ήχος, τριγμός, κλαγγή 3. φήμη, διάδοση 4. άσμα, ωδή 5. φωνή του θεού, χρησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυδή (βασική σημασία «ανθρώπινη φωνή»), που μαρτυρείται ήδη από τον… …   Dictionary of Greek

  • παραείδω — και παρᾴδω Α 1. τραγουδώ μπροστά ή κοντά σε κάποιον 2. (στον τ. παρᾴδω) κάνω παραφωνία, είμαι φάλτσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ᾄδω / ἀείδω «τραγουδώ»] …   Dictionary of Greek

  • παρωδή — ἡ, Α. η παρωδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ᾠδή, συνηρημένος τ. τού ἀοιδή (< ἀείδω «τραγουδώ»), πρβλ. επ ωδή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”