λαιψηρός

λαιψηρός

λαιψηρός (vgl. αἰψηρός), 1) schnell, schnellfüßig, Ἀχιλλεύς, Il. 21, 264, ὅς οἱ ἐπῶρσε μένος λαιψηρά τε γοῦνα, 22, 204 u. öfter; auch λαιψηροῖς ὀλέεσϑαι Ἀπόλλωνος βελέεσσι, 21, 278, u. ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευϑα, 14, 17; δρόμος, Pind. P. 9, 125; πόλεμοι, Ol. 12, 4; πόδες, N. 10, 63, wie Eur. Hel. 555 u. öfter; adverbial, λαιψηρὰ πηδᾷ, Ion 717 u. sp. D., wie Ap. Rh. ἀνέμου λαιψηρὰ ἀέντος, 4, 246, u. öfter von Winden; λαιψηρότεροι φέβονται, Opp. Cyn. 4, 446. – 2) nach den VLL. soll es bei den Lacedämoniern ἡμίξηρος bedeutet haben.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαιψηρός — λαιψηρός, ά, όν (Α) 1. ελαφρός, γρήγορος, ευκίνητος, ανάλαφρος («ὅς oἱ ἐπῶρσε μένος λαιψηρά τε γοῡνα», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει γρήγορα πόδια, ταχύς («ὧς αἰεὶ Ἀχιλλῆα κιχήσατο κῡμα ῤόοιο καὶ λαιψηρὸν ἔοντα», Ομ. Ιλ.) 3. (το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • λαιψηρός — light masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιψηρά — λαιψηρός light neut nom/voc/acc pl λαιψηρά̱ , λαιψηρός light fem nom/voc/acc dual λαιψηρά̱ , λαιψηρός light fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιψηρῶν — λαιψηρός light fem gen pl λαιψηρός light masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιψηρόν — λαιψηρός light masc acc sg λαιψηρός light neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιψηραῖς — λαιψηρός light fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιψηραί — λαιψηρός light fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιψηροῖο — λαιψηρός light masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιψηροῖς — λαιψηρός light masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιψηροῖσι — λαιψηρός light masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιψηροί — λαιψηρός light masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”