λακτιστής

λακτιστής

λακτιστής, , der mit dem Fuße Ausschlagende, mit der Ferse Stoßende, Xen. Mem. 3, 3, 4 u. Sp.; – ληνοῦ, der Kelterer, Qu. Maec. 11 (IX, 403).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λακτιστής — one who kicks masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακτιστής — ο (Α λακτιστής) [λακτίζω] (για ζώο) αυτός που έχει τη συνήθεια ή την ιδιότητα να κλοτσά ή να ποδοπατά, τσινιάρης αρχ. φρ. «ληνοῡ λακτιστής» αυτός που πατάει σταφύλια στο πατητήρι …   Dictionary of Greek

  • λακτισταί — λακτιστής one who kicks masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακτιστήν — λακτιστής one who kicks masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακτιστάς — λακτιστά̱ς , λακτιστής one who kicks masc acc pl λακτιστά̱ς , λακτιστής one who kicks masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακτιστικός — ή ό (Α λακτιστικός, ή, όν) [λακτιστής] 1. (για ζώο) αυτός που έχει τη συνήθεια να λακτίζει 2. το θηλ. ως ουσ. η λακτιστική η τέχνη τού λακτίσματος κατά την πάλη, σε αντιδιαστολή προς την πυκτική, την τέχνη τής πυγμαχίας …   Dictionary of Greek

  • λακτιστῶν — λάκτισμα a kick masc gen pl λακτιστής one who kicks masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”