- λαγρός
λαγρός, vulgär = λαγαρός, Eust. 1464, 63.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαγρός, vulgär = λαγαρός, Eust. 1464, 63.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαγρόν — ή λαγρός (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κραβάτιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek