- λαβράκτης
λαβράκτης, ὁ, = λαβραγόρης, Pratinas bei Ath. XIV, 624 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαβράκτης, ὁ, = λαβραγόρης, Pratinas bei Ath. XIV, 624 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαβράκτης — λαβράκτης, ὁ (Α) [λαβράζω] φλύαρος και θρασύς … Dictionary of Greek
λαβράκταις — λαβράκτης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)