- λαβρ-αγόρης
λαβρ-αγόρης, ὁ, ein dreister Schwätzer, Il. 23, 479; VLL. σφοδρῶς δημηγορῶν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαβρ-αγόρης, ὁ, ein dreister Schwätzer, Il. 23, 479; VLL. σφοδρῶς δημηγορῶν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυλαγόρας — και πυλαγόρος και πυλάγορος και πυληγόρος, ὁ, Α 1. συν. στον πληθ. οἱ πυλαγόραι οι τρεις αντιπρόσωποι κάθε πόλης στο αμφικτιονικό συνέδριο οι οποίοι υπεράσπιζαν τα συμφέροντα τής πόλης από την οποία εξελέγησαν 2. (κατά τον Ησύχ.) «πυληγόροι… … Dictionary of Greek
(s)lā̆ gʷ- — (s)lā̆ gʷ English meaning: to grab Deutsche Übersetzung: “fassen, ergreifen” Material: Gk. (ep. Ion.) λάζομαι (present and Impf.) “take, catch, ergreife (*λαγ(ʷ)ι̯ω); after αἴνυμαι is Ion. Att. λάζυμαι, böot. λαδδουσθη reshaped;… … Proto-Indo-European etymological dictionary