- παρα-κέλευσμα
παρα-κέλευσμα, τό, Zuruf, Ermunterung; λόγων, Eur. Suppl. 1154; Hel. 1618; D. Sic. 15, 52. Vgl. παρακέλευμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-κέλευσμα, τό, Zuruf, Ermunterung; λόγων, Eur. Suppl. 1154; Hel. 1618; D. Sic. 15, 52. Vgl. παρακέλευμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρόσω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. πρόσσω και πόρσω, αττ. τ. πόρρω, συγκριτ. τ. προσωτέρω και πορρωτέρω, ποιητ. τ. συγκριτ. πόρσιον, υπερθ. τ. προσωτάτω και πορρωτάτω, ποιητ. τ. υπερθ. πόρσιστα, Α επιρρ. (τοπ. με την έννοια τής κινήσεως) προς τα εμπρός (α. «πρόσω… … Dictionary of Greek