- λαμπέτις
λαμπέτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, ἠώς, Luc. Tragod. 103.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαμπέτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, ἠώς, Luc. Tragod. 103.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαμπέτις — λαμπέτις, ιδος, ἡ (Α) βλ. λαμπέτης … Dictionary of Greek
λαμπέτις — the lustrous one fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριλαμπέτις — ιδος, ἡ, Α (για τη σελήνη) αυτή που λάμπει με χάρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + λαμπέτις, θηλ. τού λαμπέτης (< λάμπω), πρβλ. ἐρι λαμπέτις] … Dictionary of Greek
CLAMPETIA — locus Italiae in Brutiis. Plin. l. 3. c. 5. Mela, l. 2. c. 4. a freto Siculo versus Galliam et Varum flumen progrediens; Hinc, inquit, in Thuscum mare est flexus, et eiusdem terrae latus alterum Medama, Hippo, nunc Vibon, Temesa, Clampetia,… … Hofmann J. Lexicon universale
εριλαμπέτις — ἐριλαμπέτις, ἡ (Α) μτγν. ανώμαλο θηλυκό τού ἐριλαμπής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + λαμπέτις (< λάμπω)] … Dictionary of Greek
λαμπέτης — (18ος αι.). Κλεφταρματολός και πρωτοπαλίκαρο του Αστραπόγιαννου. Ήταν ένας από τους γενναιότερους αρματολούς της εποχής του. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, όταν ο Αστραπόγιαννος τραυματίστηκε από τους Τούρκους, διέταξε τον Λ. να του κόψει το… … Dictionary of Greek