λαμπηρός

λαμπηρός

λαμπηρός, kahmig, schaumig, Galen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαμπηρός — λαμπηρός, ά, όν (Α) [λάμπη (ΙΙ)] καλυμμένος από αφρό κρασιού ή ξιδιού …   Dictionary of Greek

  • λαμπηρά — λαμπηρός covered with scum neut nom/voc/acc pl λαμπηρά̱ , λαμπηρός covered with scum fem nom/voc/acc dual λαμπηρά̱ , λαμπηρός covered with scum fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”