λαμπαδίας

λαμπαδίας

λαμπαδίας, , der Fackelträger, eine Art Komet, D. L. 7, 152. – Ptolem. nennt den Stern Aldebaran so.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαμπαδίας — (Αστρον.). Ελληνική ονομασία του αστέρα Αλντεμπαράν (αραβ. Al Dabaran = ο ακόλουθος, λόγω του γεγονότος ότι φαίνεται να ακολουθεί τις Πλειάδες) που ανήκει στον αστερισμό του Ταύρου. Ο Λ. ονομάζεται επίσης οφθαλμός του Ταύρου, επειδή στη… …   Dictionary of Greek

  • λαμπαδίας — λαμπαδίᾱς , λαμπάδιος torch bearing fem acc pl λαμπαδίᾱς , λαμπάδιος torch bearing fem gen sg (attic doric aeolic) λαμπαδίᾱς , λαμπαδίας kind of comet resembling a torch masc acc pl λαμπαδίᾱς , λαμπαδίας kind of comet resembling a torch masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπαδία — λαμπαδίᾱ , λαμπάδιος torch bearing fem nom/voc/acc dual λαμπαδίᾱ , λαμπάδιος torch bearing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λαμπαδίᾱ , λαμπαδίας kind of comet resembling a torch masc nom/voc/acc dual λαμπαδίας kind of comet resembling a… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπαδίαν — λαμπαδίᾱν , λαμπάδιος torch bearing fem acc sg (attic doric aeolic) λαμπαδίᾱν , λαμπαδίας kind of comet resembling a torch masc acc sg (attic epic doric aeolic) λαμπαδίας kind of comet resembling a torch masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… …   Dictionary of Greek

  • λαμπάδα — η (AM λαμπάς, άδος) μεγάλο κερί, μεγάλη ράβδος από κερί ή άλλο υποκατάστατό του η οποία χρησιμοποιείται συνήθως σε επίσημες ή σε θρησκευτικές τελετές (α. «λαμπάδα τού Επιταφίου» β. «λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. φλόγα, πύρινη γλώσσα… …   Dictionary of Greek

  • λαμπαδιανάπτης — λαμπαδιανάπτης, ὁ (Μ) (μία από τις προσηγορίες τού θεού) αυτός που ανάβει τους κομήτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπαδίας + ἀνάπτω] …   Dictionary of Greek

  • λαμπαύρας — λαμπαύρας, ὁ (Α) ο αστέρας λαμπαδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. λάμπω + αὔρα] …   Dictionary of Greek

  • ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης …   Dictionary of Greek

  • λαμπαδίου — λαμπάδιον small torch neut gen sg λαμπάδιος torch bearing masc/neut gen sg λαμπαδίας kind of comet resembling a torch masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”