- λαμπαδη-φόρος
λαμπαδη-φόρος, fackeltragend, Aesch. Ag. 303. Nach Hesych. hieß so der im Fackelwettlauf gesiegt hatte.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαμπαδη-φόρος, fackeltragend, Aesch. Ag. 303. Nach Hesych. hieß so der im Fackelwettlauf gesiegt hatte.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καματηφόρος — καματηφόρος, ον (Α) αυτός που επιφέρει κάματο, κόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + φόρος (< φέρω), κατά το πρότυπο τών θανατη φόρος, λαμπαδη φόρος, τών οποίων το η οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
κραδηφορία — κραδηφορία, ἡ (Α) το να κρατάει κάποιος κλαδιά συκιάς κατά τη διάρκεια μιας εορτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη «κλαδί» + φορία (< φορῶ < φόρος < φόρος < φέρω), πρβλ. ανθο φορία, λαμπαδη φορία] … Dictionary of Greek
πενθηφορώ — και πενθοφορώ, έω 1. φορώ πένθιμα ρούχα, μαυροφορώ 2. φέρω τα εξωτερικά σημάδια τού πένθους, δηλ. μαύρη ταινία στον βραχίονα ή στο καπέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + φορώ (< φόρος < φέρω) κατά τα λαμπαδη φορώ, δαφνηφορώ, στεφανη φορώ. Το ρ.… … Dictionary of Greek