λαμπαδεύω

λαμπαδεύω

λαμπαδεύω, zur Fackel machen, als Fackel brauchen, ἁπάσας τὰς ναῦς D. Sic. 20, 7. – Im med. = λαμπαδίζω, Schol. Soph. O. C. 1047.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαμπαδεύω — (Α [λαμπάς] 1. καίω σαν λαμπάδα («ἔφησε ταῑς κατεχούσαις Σικελίαν θεαῑς... πεποιῆσθαι εὐχὰς λαμπαδεύειν ἁπάσας τὰς ναῡς», Διόδ.) 2. μέσ. λαμπαδεύομαι λαμβάνω μέρος σε λαμπαδηδρομία 3. παθ. φωτίζομαι με λαμπάδες …   Dictionary of Greek

  • λαμπαδευόμενον — λαμπαδεύω make into a pres part mp masc acc sg λαμπαδεύω make into a pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπαδευομέναις — λαμπαδεύω make into a pres part mp fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπαδεύεσθαι — λαμπαδεύω make into a pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπαδεύουσα — λαμπαδεύω make into a pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπαδεύσειν — λαμπαδεύω make into a fut inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπάδα — η (AM λαμπάς, άδος) μεγάλο κερί, μεγάλη ράβδος από κερί ή άλλο υποκατάστατό του η οποία χρησιμοποιείται συνήθως σε επίσημες ή σε θρησκευτικές τελετές (α. «λαμπάδα τού Επιταφίου» β. «λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. φλόγα, πύρινη γλώσσα… …   Dictionary of Greek

  • λαμπαδεία — λαμπαδεία, ἡ (Α) [λαμπαδεύω] πομπή με λαμπάδες …   Dictionary of Greek

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

  • μεταλαμπαδεύω — (Α μεταλαμπαδεύω) μεταδίδω το φως τής παιδείας και σε άλλους, μεταδίδω γνώσεις, επιστήμη, πολιτισμό, διαφωτίζω, εκπολιτίζω (α. «οι λόγιοι τής διασποράς μεταλαμπάδευσαν την ελληνική σοφία στη Δύση» β. «ἐπισκευάσας τὴν ἀθανασίαν τοῡ γένους ἡμῶν καὶ …   Dictionary of Greek

  • συλλαμπαδεύω — Α είμαι λαμπαδηφόρος μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λαμπαδεύω (< λαμπάς, άδος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”