- λαμπαδόεις
λαμπαδόεις, εσσα, εν, mit Fackeln, Fackeln tragend, Demeter, Orph. H. 39, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαμπαδόεις, εσσα, εν, mit Fackeln, Fackeln tragend, Demeter, Orph. H. 39, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαμπαδόεις — λαμπαδόεις, εσσα, εν (Α) αυτός που κρατά λαμπάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, άδος + επίθημα όεις (πρβλ. αστερ όεις, δακρυ όεις)] … Dictionary of Greek
λαμπαδόεσσ' — λαμπαδόεσσα , λαμπαδόεις torch bearing fem nom/voc sg λαμπαδόεσσαι , λαμπαδόεις torch bearing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
λαμπάδα — η (AM λαμπάς, άδος) μεγάλο κερί, μεγάλη ράβδος από κερί ή άλλο υποκατάστατό του η οποία χρησιμοποιείται συνήθως σε επίσημες ή σε θρησκευτικές τελετές (α. «λαμπάδα τού Επιταφίου» β. «λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. φλόγα, πύρινη γλώσσα… … Dictionary of Greek