- λαμπυρίς
λαμπυρίς, ίδος, ἡ, (Glanzwurm) Johanniswürmchen, Arist. part. an. 1, 3 u. Sp. Vgl. λαμπουρίς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαμπυρίς, ίδος, ἡ, (Glanzwurm) Johanniswürmchen, Arist. part. an. 1, 3 u. Sp. Vgl. λαμπουρίς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαμπυρίς — glow worm fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυρίς — η (AM λαμπυρίς, ίδος) βλ. λαμπυρίδα … Dictionary of Greek
λαμπυρίδα — λαμπυρίς glow worm fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυρίδες — λαμπυρίς glow worm fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυρίδος — λαμπυρίς glow worm fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυρίδων — λαμπυρίς glow worm fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυρίσιν — λαμπυρίς glow worm fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυρίδα — και λαμπυρίς, η (AM λαμπυρίς, ίδος) γένος κολεόπτερων νυκτόβιων φωτογόνων εντόμων που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια λαμπυρίδες, κυ. πυγολαμπίδα, κολοφωτιά μσν. η φλόγα τής φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπυλίς, με ανομοίωση … Dictionary of Greek
λάμπουρις — λάμπουρις, ιδος, ἡ (Α) 1. η αλεπού 2. (δ. γρφ. τού λαμπυρίς) η πυγολαμπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λάμπρ ουρις, με ανομοίωση, < λαμπρός + οὐρά] … Dictionary of Greek
λάμπυρος — λάμπυρος, ὁ (Μ) το έντομο λαμπυρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λαμπυρίς] … Dictionary of Greek
λάμπω — (AM λάμπω) 1. εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, φέγγω (α. «ο ήλιος λάμπει αυτή την ώρα» β. «όλα τα κουζινικά έλαμψαν μετά το γυάλισμα» γ. «τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ ὥς τε στεροπή», Ομ. Ιλ. δ. «λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος», Λουκιαν.) 2. (για το πρόσωπο, για την… … Dictionary of Greek