- λαμπρο-φαής
λαμπρο-φαής, ές, hellglänzend, Man. 4, 53.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαμπρο-φαής, ές, hellglänzend, Man. 4, 53.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημεροφαής — ἡμεροφαής, ές (AM) αυτός που λάμπει κατά τη διάρκεια τής ημέρας. επίρρ... ἡμεροφαῶς (Μ) στο φως τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + φαής (< φάος, το, «φως»), πρβλ. αστρο φαής, λαμπρο φαής] … Dictionary of Greek
ισοφαής — ἰσοφαής, ές (Α) αυτός που έχει την ίδια λάμψη, την ίδια λαμπρότητα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φαής (< φάος), πρβλ. λαμπρο φαής, λευκο φαής] … Dictionary of Greek
κελαινοφαής — κελαινοφαής, ές (Α) αυτός που φωτίζει αμυδρά («ὦ Νυκτὸς κελαινοφαὴς ὄρφνα» ώ σκοτεινό λυκόφως, ώ μαυροφώτεινο σκοτάδι τής Νύχτας, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + φαής (< φάος «φως»), πρβλ. λαμπρο φαής, ολιγο φαής] … Dictionary of Greek
μελαμφαής — μελαμφαής, ές (Α) αυτός που έχει μαύρη, σκοτεινή όψη, μαύρος, σκοτεινός, ζοφερός («μελαμφαὲς οἴχεται δι Ἔρεβος χθονὶ κρυφθείς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + φαής (< φάος), πρβλ. λαμπρο φαής, χρυσο φαής] … Dictionary of Greek