- λαμπρο-φόρος
λαμπρο-φόρος, glänzende, weiße Kleider tragend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαμπρο-φόρος, glänzende, weiße Kleider tragend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαμνοφόρος — ο θαμνόφυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + φορος (< φέρω), πρβλ. λαμπρο φόρος, στεφανη φόρος] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
λαγηνοφόρος — ο, θηλ. και α αυτός που φέρει λαγήνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγήνι + φόρος (< φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Κωνστ. Λάμπρο] … Dictionary of Greek