- παρα-ζέω
παρα-ζέω (s. ζέω), dabei sieden, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-ζέω (s. ζέω), dabei sieden, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παραζῆν — παρά ζάω pres inf act (epic doric) παρά ζέω boil pres inf act (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραζέων — παρά ζέω boil pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεματίζω — και ζεματώ και ζεματάω (Μ ζεματίζω) 1. περιβρέχω κάποιον ή κάτι με βραστό υγρό («ζεματίζω το πιλάφι με βούτυρο») 2. εμβαπτίζω κάτι μέσα σε βραστό υγρό 3. προξενώ εγκαύματα, καίω (α. «ζεματάει το τσάι» β. «ζεμάτισα τη γλώσσα μου») 4. (μέσ. παθ.)… … Dictionary of Greek
υπερζέω — Α 1. βράζω πάρα πολύ, παραβράζω 2. μτφ. α) (για τον ήλιο) καίω από ψηλά β) βρίσκομαι σε ψυχικό αναβρασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ζέω «βράζω, κοχλάζω»] … Dictionary of Greek