θεῖλος

θεῖλος

θεῖλος, , das Trocknen, Schol. Od. 7, 123 zur Erkl. von ϑειλόπεδον gebildet.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θείλος — θεῑλος, ό (Α) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξηραίνω, η ξήρανση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θείλος προέκυψε από το συνθ. θειλό πεδον «κατ απόσπασιν» (πρβλ. κοντός < κοντο μάχος, αψύς < αψί θυμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”