- λεῖκνον
λεῖκνον, τό, spätere schlechtere Schreibung für λίκνον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεῖκνον, τό, spätere schlechtere Schreibung für λίκνον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λείκνον — λεῑκνον, τὸ (Α) (εσφ. γρφ.) βλ. λίκνο … Dictionary of Greek
λίκνο — το (Α λίκνον και λεῑκνον) κούνια μωρού, κλίνη, αιώρα για βρέφος νεοελλ. 1. τόπος προέλευσης, γενέτειρα, κοιτίδα («η Ελλάδα είναι το λίκνο τού πολιτισμού») 2. φρ. «από τού λίκνου» από κούνια, από τη βρεφική ηλικία αρχ. ευρύ κάνιστρο στο οποίο… … Dictionary of Greek