- θεᾱτρο-πώλης
θεᾱτρο-πώλης, ὁ, Theaterpächter, Ar. bei Poll. 7, 199.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεᾱτρο-πώλης, ὁ, Theaterpächter, Ar. bei Poll. 7, 199.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεατροπώλης — θεατροπώλης, ου, ό (Α) αυτός που πουλά θέσεις στο θέατρο, αυτός που αναλαμβάνει τη συντήρηση τού θεάτρου πουλώντας τα εισιτήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + πώλης (< πωλώ), πρβλ. αλλαντο πώλης. παντο πώλης] … Dictionary of Greek