- θεώριος
θεώριος, ὁ, u. dor. ϑεάριος, Beiw. des Apollo, als Orakelgottes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεώριος, ὁ, u. dor. ϑεάριος, Beiw. des Apollo, als Orakelgottes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεώριος — και δωρ. τ. θεάριος, ον (ΑΜ) [θεωρός] το ουδ. ως ουσ. τὸ θεώριον το θέαμα αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους θεωρούς 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θεώριον θέση για τους θεωρούς, θεωρείο 3. ως κύριο όν. ὁ Θεώριος επίθ. τού Απόλλωνος … Dictionary of Greek
θεώριος — box neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρίη — θεώριος box neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θεώριος box neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θεωρία sending of fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωριῶν — θεώριος box neut gen pl (attic epic doric) θεωρία sending of fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρίην — θεώριος box neut acc sg θεωρία sending of fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρός — Το μέλος της επίσημης αποστολής αντιπροσώπων μιας αρχαίας ελληνικής πόλης σε μεγάλες γιορτές, μαντείες και ιερούς αγώνες. Βλ. λ. θεωρία. * * * ο (ΑΜ θεωρός και δωρ. τ. θεαρός και θεσσ. τ. θεουρός και θευρός) 1. θεατής, παρατηρητής 2.… … Dictionary of Greek
θεωρία — θεωρίᾱ , θεώριος box neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) θεωρίᾱ , θεωρία sending of fem nom/voc/acc dual θεωρίᾱ , θεωρία sending of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)