- λεβήτιον
λεβήτιον, τό, dim. von λέβης, Kesselchen, com. bei Ath. IV, 169 c; vgl. Poll. 6, 92. 10, 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεβήτιον, τό, dim. von λέβης, Kesselchen, com. bei Ath. IV, 169 c; vgl. Poll. 6, 92. 10, 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεβήτιον — λεβήτιον, τὸ (Α) [λέβης] υποκορ. τού λέβης) 1. μικρός λέβητας, καζανάκι, μικρό δοχείο 2. μικρό πύραυνο, μαγκάλι … Dictionary of Greek
λεβήτιον — small brazier neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεβητίῳ — λεβήτιον small brazier neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεβήτια — λεβήτιον small brazier neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… … Dictionary of Greek
λεβέτι — το (Μ λεβέτιν) μεγάλος λέβητας, καζάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεβέτιν < λεβήτιον, υποκορ. τού λέβης] … Dictionary of Greek