λείβδην

λείβδην

λείβδην, tröpfelnd, E. M. 781, 20.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λείβδην — (Α) επίρρ. κατά σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειβ τού λείβω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην, φύγ δην)] …   Dictionary of Greek

  • λείβδην — in drops indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείβω — (Α) 1. κάνω σπονδή χύνοντας οίνο, σπένδω («Διὶ λείβειν αἴθοπα οἶνον», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κάτι να ρεύσει, χέω, χύνω κάτι («δάκρυα λεῑβον», Ομ. Ιλ.) 3. τρέχουν τα μάτια μου, κλαίω («λείβομαι δάκρυσιν κόρας» έχω τα μάτια γεμάτα δάκρυα, Ευρ.) 4. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”