- θείκελος
θείκελος, = ϑεοείκελος, Ar. Lys. 1252.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θείκελος, = ϑεοείκελος, Ar. Lys. 1252.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek