- λείρινος
λείρινος, von Lilien gemacht, Diosc., auch ἄνϑος, lilienartig, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λείρινος, von Lilien gemacht, Diosc., auch ἄνϑος, lilienartig, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λείρινος — λείρινος, ίνη, ον (Α) [λείριον] 1. κατασκευασμένος από κρίνα («ἔλαιον λείρινον», Γαλ.) 2. αυτός που μοιάζει με κρίνο 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρίνο («άνθος λείρινον», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
λείρινον — λείρινος made of lilies masc acc sg λείρινος made of lilies neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείριο — Βλ. λ. κρίνο. * * * το (Α λείριον) νεοελλ. βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας λιλιίδες, κν. κρίνος αρχ. το φυτό νάρκισσος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο το λείριον όσο και το λατ. lilium, με την ίδια σημ., είναι δάνειες λ. από γλώσσα τής… … Dictionary of Greek