λιάζω

λιάζω

λιάζω, beugen, vgl. ἀλίαστος, Buttm. Lexil. I, 73 ff.; Hesych. erkl. ῥίπτειν, ταράσσειν; – im Gebrauch war nur λιάζομαι, ἐλιάσϑην, seitwärts ausweichen, weggehen, gew. von Menschen, ἑτάρων ἄφαρ ἕζετο νόσφι λιασϑείς, Il. 1, 349 u. öfter, beim Angriff, 15, 520. 21, 255, ἐκ ποταμοῖο, ἀπὸ πυρκαϊῆς, aus dem Strom entrinnend, vom Scheiterhaufen weggehend, Od. 5, 462 Il. 23, 231, δεῠρο λιάσϑης, hierher entwichst du, 22, 12. Auch von den Meereswellen, ἀμφὶ δ' ἄρα σφι λιάζετο κῦμα ϑαλάσσης, die Woge wich zur Seite um die aus der Tiefe des Meeres heraufsteigenden Göttinnen, Il. 24, 96; vom Traumbilde entschwinden, λιάσϑη ἐς πνοιὰς ἀνέμων Od. 4, 838. – Zuweilen = ausgleiten, sinken, πρηνὴς ἐλιάσϑη, er fiel vornüber, Il. 15, 543, προτὶ γαίῃ, 20, 418. 420; αὐτὰρ ὁ ὄρνις αὐχέν' ἀπεκρέμασεν, σὺν δὲ πτερὰ πυκνὰ λίασϑεν, die Flügel sanken, des sterbenden Vogels, 23, 879, wo Aristarch. λίασσεν las, er ließ die Flügel sinken. – Einzeln auch bei sp. D., σπουδῇ πρός σ' ἐλιάσϑην Eur. Hec. 100, ὡς ἐν γῇ λελίαστοἸφικλείης Mosch. 4, 118, Ap. Rh.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λιάζω — λιάζω, έλιασα βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: λιάζω : λιγότερο συχνό σε σχέση με την παθητική φωνή …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λιάζω — pres subj act 1st sg λιάζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιάζω — και ηλιάζω έλιασα και ήλιασα, λιάστηκα, λιασμένος 1. απλώνω κάτι στον ήλιο: Έλιασε τα ρούχα στην ταράτσα. 2. το μέσ., λιάζομαι και ηλιάζομαι ξαπλώνω κάτω από τον ήλιο για να ζεσταθώ ή να μαυρίσω: Λιάστηκα στην παραλία όλο το απόγευμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιάζω — (I) λιάζω (Α) βλ. λιάζομαι. (II) λιάζω (Α) [λίαν] 1. βρίσκομαι σε υπέρμετρο ενθουσιασμό 2. (κατά τον Φώτ.) «λιάζειν λίαν ἐσπουδακέναι». (III) και ηλιάζω (AM ἡλιάζω) εκθέτω κάτι στην επίδραση τών ηλιακών ακτίνων, απλώνω κάτι στον ήλιο νεοελλ. παθ …   Dictionary of Greek

  • λιάζοντα — λιάζω pres part act neut nom/voc/acc pl λιάζω pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιάσσαι — λιάζω aor inf act λιάσσαῑ , λιάζω aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιῶντι — λιάζω fut part act masc/neut dat sg λιάζω fut ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίαζον — λιάζω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) λιάζω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλίαζον — λιάζω imperf ind act 3rd pl λιάζω imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λελίακα — λιάζω perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιάζειν — λιάζω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”