- λεάντειρα
λεάντειρα, ἡ, fem. zum Folgdn, so heißt der Bimsstein, Phani. 3 (VI, 295).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεάντειρα, ἡ, fem. zum Folgdn, so heißt der Bimsstein, Phani. 3 (VI, 295).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεάντειραν — λεάντειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεαντήρ — λεαντήρ, ῆρος, ό θηλ. λεάντειρα (Α) βλ. λειαντήρας … Dictionary of Greek
λειαντήρας — ο (Α λειαντήρ και λεαντήρ, ῆρος, θηλ. λεάντειρα) [λειαίνω] αυτός που κάνει κάτι λείο νεοελλ. εργαλείο με το οποίο λειαίνονται επιφάνειες … Dictionary of Greek