θεάτρια, ἡ, Zuschauerinn, Poll. 2, 56. 4, 121.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεάτρια — θεάτρια, ἡ (Α) θηλ. τού θεατής* … Dictionary of Greek
θεάτρια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεάτριαν — θεάτρια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)