- θελήμη
θελήμη, ἡ, der Wille, Theogn. B. A. 1381.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θελήμη, ἡ, der Wille, Theogn. B. A. 1381.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θελήμη — θελήμη, ἡ (Μ) θέληση, θέλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού θέλημα με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
θελήμη — will fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελήμα — θελήμᾱ , θελήμη will fem nom/voc/acc dual θελήμᾱ , θελήμη will fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek
φιλήμη — ἡ, Μ φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού φίλημα, κατά τα θηλ. (πρβλ. θέλημα: θελήμη)] … Dictionary of Greek