λιθίδιον

λιθίδιον

λιθίδιον, τό, dim. von λίϑος, Steinchen, Plat. Phaed. 110 d u. Sp., wie Luc. hist. conscrib. 4. Auch Edelstein, Clem. Al. – Vom Blasenstein, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λιθίδιον — λιθίδιον, τὸ (ΑM) [λίθος] μσν. λίθος στην ουροδόχο κύστη αρχ. 1. λιθάρι, πετραδάκι 2. πολύτιμος λίθος («τὰ ἐνδάδε λιθίδια εἶναι ταῡτα τὰ ἀγαπώμενα μόρια, σάρδιά τε καὶ ἰάσπιδας καὶ σμαράγδους», Πλάτ.) 3. άμμος στα ούρα …   Dictionary of Greek

  • λιθίδιον — pebble neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθιδίοις — λιθίδιον pebble neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθιδίου — λιθίδιον pebble neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθιδίων — λιθίδιον pebble neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθιδίῳ — λιθίδιον pebble neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθίδια — λιθίδιον pebble neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”