λιθο-λάβος

λιθο-λάβος

λιθο-λάβος, , ein Instrument, Blasensteine herauszunehmen, Galen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οξυλάβος — ὀξυλάβος και ὀξύλαβος, ον (Μ) 1. οξυλαβής* 2. το ουδ. ως ουσ. τo οξύλαβον είδος πυράγρας, τσιμπίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + λάβος (< λαμβάνω). Το β συνθετικό λάβος εμφανίζεται σε ουσ. με τη σημ. «εργαλείο» (πρβλ. αστρο λάβος, λιθο λάβος). Ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • σαρκολάβος — ο, ΝΑ χειρουργική λαβίδα η οποία χρησιμεύει για την συγκράτηση τών μαλακών μορίων τού σώματος κατά τις εγχειρήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + λάβος (< θ. λαβ , πρβλ. ἔ λαβ ον, αόρ. β τού λαμβάνω), πρβλ. λιθο λάβος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”