- λιθο-λογία
λιθο-λογία, ἡ, das Steinlesen, -sammeln, bei Moeris als hellenistisch für das att. αἱμασιά erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθο-λογία, ἡ, das Steinlesen, -sammeln, bei Moeris als hellenistisch für das att. αἱμασιά erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
ichnolithology — (ˌɪknəʊlɪˈθɒlədʒɪ) [f. Gr. ἴχνο ς footprint + λίθο ς stone + λογία logy.] = ichnology. Hence ˌichnolithoˈlogical a. = ichnological. in Ogilvie … Useful english dictionary