- θεο-λογεῖον
θεο-λογεῖον, τό, der Theil der athenischen Bühne, auf dem die Götter redend erschienen, Poll. 4, 130.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-λογεῖον, τό, der Theil der athenischen Bühne, auf dem die Götter redend erschienen, Poll. 4, 130.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λόγιο(ν) — το (AM λόγιον) λόγος, φράση, γνωμικό, ρητό, απόφθεγμα (μσν. αρχ.) 1. το μαντικό επιστήθιο που φορούσαν οι Εβραίοι αρχιερείς, λογείον 2. φρ. «λόγια Κυρίου» ή «λόγια Θεοῡ» ή «θεῑα λόγια» ή, απλώς, «λόγια» ρητά που αποδίδονται στον Θεό ή στον Ιησού… … Dictionary of Greek