- παρα-κλέπτω
παρα-κλέπτω (s. κλέπτω), nebenbei, von der Seite, im Vorbeigehen wegstehlen, wegnehmen; τοῦτ' ἄρα πάλαι τῶν ἡμερῶν παρεκλεπτέτην, Ar. Pax 406; τὰ παρακλεπτόμενα, Isae. 11, 44; Sp., wie Ael. V. H. 1, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-κλέπτω (s. κλέπτω), nebenbei, von der Seite, im Vorbeigehen wegstehlen, wegnehmen; τοῦτ' ἄρα πάλαι τῶν ἡμερῶν παρεκλεπτέτην, Ar. Pax 406; τὰ παρακλεπτόμενα, Isae. 11, 44; Sp., wie Ael. V. H. 1, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεπτοπαράσιτα — τα βιολ. οι ζωντανοί οργανισμοί που τρέφονται εις βάρος άλλων «κλέβοντας» από αυτούς τις αποθηκευμένες τροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cleptoparasite < clepto (πρβλ. κλέπτω) + parasite (πρβλ. παρά σιτον)] … Dictionary of Greek
κλεψίαμβος — κλεψίαμθος, ὁ (Α) 1. είδος εννεάχορδου μουσικού οργάνου 2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) οἱ κλεψίαμβοι «μέλη τινὰ παρά Ἀλκμᾱνι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεψ τού κλέπτω (πρβλ. αόρ. ἔ κλεψ α) + ίαμβος (< ἴαμβος), πρβλ. χορ ίαμβος, χωλ ίαμβος] … Dictionary of Greek