- λιθο-βλής
λιθο-βλής, ῆτος, = Folgdm, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθο-βλής, ῆτος, = Folgdm, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεραυνοβλής — κεραυνοβλής, ῆτος, ὁ, ἡ (Α) κεραυνόβλητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + βλής (< βάλλω), πρβλ. αστερ βλής, λιθο βλής] … Dictionary of Greek