- λιθο-κοπία
λιθο-κοπία, ἡ, das Steinhauen, Suid. erkl. ἡ ἐκ λίϑων βολή.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθο-κοπία, ἡ, das Steinhauen, Suid. erkl. ἡ ἐκ λίϑων βολή.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οιησικοπία — οἰησικοπία, ἡ (Μ) η μεγάλη ιδέα που έχει κανείς για τον εαυτό του, έπαρση, αλαζονεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴησις + κοπία (< κόπος < κόπτω), πρβλ. λιθο κοπία] … Dictionary of Greek