λιθο-ειδής

λιθο-ειδής

λιθο-ειδής, ές, steinartig; περίβολος, Plat. Tim. 74 a; Galen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κηροειδής — ές (Α κηροειδής, ές) αυτός που μοιάζει με κερί ή έχει τις ιδιότητες τού κεριού («ἁπαλά τε ὄντα καὶ οἷον κηροειδῆ τὰ τῶν βρεφῶν ὀστᾱ», Γαλ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κηροειδή οι βιομηχανικά κατεργασμένες ύλες που χρησιμοποιούνται αντί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”