- λιθο-κόπος
λιθο-κόπος, ὁ, Steinhauer, Dem. 47, 65.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθο-κόπος, ὁ, Steinhauer, Dem. 47, 65.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… … Dictionary of Greek
ξυλοκόπος — (xylocopa). Υμενόπτερο έντομο της οικογένειας των απιδών. Πρόκειται για διάφορες μέλισσες που ακολουθούν μοναχικό τρόπο ζωής. Μοιάζουν με μεγάλες σφήκες και έχουν φτερά σταχτιά με θαλασσιές ανταύγειες, κεφάλι παχύ και φαρδύ και σώμα σκεπασμένο με … Dictionary of Greek
ορθοκόπος — ὀρθοκόπος, ὁ (Α) πιθ. πελεκητής λίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κόπος (< κόπτω), πρβλ. λιθο κόπος] … Dictionary of Greek
λιθοπόνιο — το (χημ. τεχνολ.) λευκή χρωστική ουσία που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία χρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lithopone < litho (< λιθο *) + pone (< πόνος «κόπος»)] … Dictionary of Greek
οιησικοπία — οἰησικοπία, ἡ (Μ) η μεγάλη ιδέα που έχει κανείς για τον εαυτό του, έπαρση, αλαζονεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴησις + κοπία (< κόπος < κόπτω), πρβλ. λιθο κοπία] … Dictionary of Greek